- μυταράς
- οθηλ. -ού άνθρωπος που έχει μεγάλη μύτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυταράς — ο θηλ. μυταρού, ουδ. μυταράδικο αυτός που έχει μεγάλη μύτη … Dictionary of Greek
Μυταράς, Ανδρέας — Ναυμάχος του 1821 και Φιλικός. Καταγόταν από τα Ψαρά. Με το ιδιόκτητό πλοίο του, κατάλληλα εξοπλισμένο, πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις της Ερεσού, του Γέροντα, του Καφηρέα και του Κάβο Πάπα, κοντά στην Πάτρα. Μετά την απελευθέρωση… … Dictionary of Greek
Μυταράς, Δημήτριος — (Χαλκίδα 1934 –). Ζωγράφος, καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ειδικεύτηκε στη σκηνογραφία και στη διακόσμηση εσωτερικών χώρων στο Παρίσι (Ecole Superience des Arts Decoratifs de… … Dictionary of Greek
Митарас, Димитрис — Димитрис Митарас греч. Δημήτρης Μυταράς Род деятельности: художник Дата рождения … Википедия
-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… … Dictionary of Greek
επίρρινος — ο (Α ἐπίρρινος, ον) [ρις, ρινός] νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίρρινο και επιρρίνιο λουρί τού χαλινού που περνά από τη ράχη τής μύτης τού αλόγου 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στη μύτη αρχ. 1. αυτός που έχει μεγάλη μύτη, ο μυταράς 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1977 από το σωματείο Στέγη Φιλοτέχνων. Στεγάζεται σε ένα αναπαλαιωμένο κτίριο στο κέντρο της πόλης, δίπλα στον ποταμό Σακουλέβα. Η συλλογή του, που αποτελείται από περίπου 500 έργα Ελλήνων, κυρίως, καλλιτεχνών, οι… … Dictionary of Greek